- συνεπισφραγίζω
- ΜΑ [ἐπισφραγίζω]1. (ενεργ. και μέσ.) επισφραγίζω επίσης, επικυρώνω κι εγώ2. (για έγγραφο) τοποθετώ και τη δική μου σφραγίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπισφραγιζόντων — συνεπισφραγίζω seal pres part act masc/neut gen pl συνεπισφραγίζω seal pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπισφραγιζομένου — συνεπισφραγίζω seal pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπισφραγίζειν — συνεπισφραγίζω seal pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)